Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μα κάρι

См. также в других словарях:

  • κάρι — (I) κάρι, εως, τὸ (Α) κάρον*, κύμινο («ἀπὸ κάρεως ἀναθυμίασις», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάρον* κατά τα ουδ. ον. σε ι, εως που δηλώνουν φυτά (πρβλ. ζιγγίβερι, εως)]. (II) το σκόνη από διάφορα μπαχαρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. curry <… …   Dictionary of Greek

  • Καρί — Κᾱρί , Κάρ experimentum facere in corpore vili masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρί — κάρ neut dat sg κᾱρί , καρίς shrimp (Crangon fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γκραντ, Κάρι — (Cary Grant,Μπρίστολ 1904 – 1986). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού Άρτσιμπαλντ Αλεξάντερ Λιτς (Archibald Alexander Leach). Μοναχογιός, έχασε τη μητέρα του σε ηλικία 9 ετών και άρχισε να κάνει διάφορες δουλειές στα περίχωρα του… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • καρμίρης — ο 1. φιλάργυρος, τσιγκούνης, μίζερος 2. δύστροπος στις πληρωμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καρί μοιρος < καρί, δοτ. τού Καρ με μτφ. σημ. «τιποτένιος» + μοιρος < μοίρα (πρβλ. δύσ μοιρος, κακό μοιρος)] …   Dictionary of Greek

  • Κινγκ, Στίβεν — (Stephen Edwin King, Πόρτλαντ 1947 –). Αμερικανός συγγραφέας μυθιστορημάτων φαντασίας και τρόμου, σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Με τα βιβλία του, που έχουν πραγματοποιήσει πολύ μεγάλες πωλήσεις και έχουν μεταφερθεί πολλές φορές στον κινηματογράφο …   Dictionary of Greek

  • Καρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Κρήτης, αδελφός του Λυδού και του Μυσού και πατέρας του Αλαβάνδη, επώνυμου των Αλαβάνδων. Ήταν ιδρυτής και επώνυμος της Καρίας της Μικράς Ασίας, ενώ αναφέρεται και ως εφευρέτης της οιωνοσκοπίας …   Dictionary of Greek

  • κηρ — (I) κήρ, κηρός, αιολ. τ. κάρ, ή, δωρ. πληθ. κάρες (Α) 1. ως κύριο όν. Κήρ η θεά τού θανάτου, ιδίως τού βίαιου, ή τού ολέθρου («δειναὶ δὲ κῆρες σ αἱ κυνώπιδες θεαί», Ευρ.) 2. ως προσηγ. θάνατος, ιδίως βίαιος ή, γενικά, συμφορά, καταστροφή (α.… …   Dictionary of Greek

  • προστατευτισμός — Εφαρμογή κρατικών μέτρων, τα οποία αποβλέπουν στην προστασία τομέων της παραγωγής ή ορισμένων κατηγοριών επιχειρηματιών εναντίον του ξένου ανταγωνισμού. Η προστασία αυτή εφαρμόζεται στην πράξη με το κλείσιμο της εσωτερικής αγοράς στους ξένους διά …   Dictionary of Greek

  • Γκραντ, Χιου — (Hugh Grant, Λονδίνο 1960 –). Βρετανός ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Χαρακτηριστική είναι η σχεδόν παιδική φυσιογνωμία του, που τον βοήθησε να αναλαμβάνει ευρεία γκάμα ρόλων. Παρότι σπούδασε αρχιτεκτονική στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»